- βαθουλώνω
- [βαθουλός]1. (μτβ.) κάνω κάτι βαθουλό, βαθαίνω2. γίνομαι βαθουλός, κοίλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθουλώνω — βαθουλώνω, βαθούλωσα, βαθουλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαθουλώνω — ωσα, ώθηκα, βαθουλωμένος 1. κάνω κάτι βαθουλό, κοιλαίνω: Βαθούλωσαν τα μάτια του από την αϋπνία. 2. γίνομαι βαθουλός, κοιλαίνομαι: Τα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγλαφάζω — και αγλαθάζω 1. καθαρίζω αυλάκι ή οχετό για να περνάει το νερό ανεμπόδιστα 2. κοιλαίνω κάτι με σκάψιμο, βαθουλώνω 3. αφήνω το νερό να περάσει καθαρίζοντας το αυλάκι, τού «δίνω δρόμο» 4. ερευνώ λεπτομερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. γλάφυ (= κοίλωμα] … Dictionary of Greek
βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… … Dictionary of Greek
βαθούλωμα — το [βαθουλώνω] ο σχηματισμός κοιλότητας, λάκκου … Dictionary of Greek
γαβαθώνω — κάνω κάτι κοίλο σαν γαβάθα, βαθουλώνω … Dictionary of Greek
γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… … Dictionary of Greek
εγκοιλαίνω — (AM ἐγκοιλαίνω) καθιστώ κάτι κοίλο, βαθουλώνω, κουφαίνω … Dictionary of Greek
εκκοιλαίνω — (AM ἐκκοιλαίνω) κάνω κάτι κοίλο, βαθουλώνω … Dictionary of Greek
εμβαθύνω — (AM ἐμβαθύνω) 1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω 2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη αρχ. 1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο 2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω … Dictionary of Greek